νομισματολόγος

νομισματολόγος
ο, η
επιστήμονας που ασχολείται με την νομισματική, με τη μελέτη τών αρχαίων νομισμάτων και μεταλλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σβορώνος, Ιωάννης — Έλληνας νομισματολόγος (Μύκονος 1863 Αθήνα 1922). Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα, έφυγε για την Ευρώπη, όπου σπούδασε νομισματολογία στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στο Λονδίνο. Την εποχή αυτή έγραψε το πρώτο του έργο:Νομισματολογία της αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • νομισματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νομισματολογία ή στον νομισματολόγο. επίρρ... νομισματολογικώς από νομισματολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • Βαγιάν, Ζαν-Φουά — (Jean Fois Vaillant, 1632 1707). Ελβετός νομισματολόγος. Σε αυτόν ανέθεσε ο Λουδοβίκος ΙΔ’ την κατάρτιση νομισματικών συλλογών με υλικό από την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Σικελία. Ο Β. ταξίδεψε επίσης στην Περσία, την Αίγυπτο, την Αγγλία και την… …   Dictionary of Greek

  • Έβανς, Τζον — (Sir John Evans, 1823 – 1908). Άγγλος αρχαιολόγος, γεωλόγος και νομισματολόγος. Διετέλεσε για πολλά χρόνια πρόεδρος διαφόρων αγγλικών επιστημονικών εταιρειών, έφορος του Βρετανικού Μουσείου και μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας. Έγραψε πολλά έργα, τα …   Dictionary of Greek

  • Κοέν, Ανρί — (Henri Cohen, 1808 – 1880). Γάλλος μουσουργός και νομισματολόγος. Αρχικά, εργάστηκε στη Νάπολη, όπου παρουσίασε ανεπιτυχώς τα πρώτα του θεατρικά δοκίμια. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε οριστικά στη Γαλλία, όπου διορίστηκε διευθυντής ωδείου. Συνέθεσε… …   Dictionary of Greek

  • Λάμπρος, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1843 – Αθήνα 1909). Νομισματολόγος, γιος του Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα και στην Αθήνα, παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη, όπου επιδόθηκε σε αρχαιολογικές και νομισματολογικές… …   Dictionary of Greek

  • Λάμπρος, Παύλος — (Καλαρρύτες Ηπείρου 1820 – Αθήνα 1887). Νομισματολόγος. Εντελώς αυτοδίδακτος, οργάνωσε πλούσιες νομισματικές συλλογές και δημοσίευσε πολύ αξιόλογες πραγματείες στην ελληνική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα, οι κυριότερες από τις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Λενορμάν, Σαρλ — (Charles Lenormant, Παρίσι 1802 – Αθήνα 1859). Γάλλος αρχαιολόγος και νομισματολόγος. Ως συνεργάτης του Σαμπολιόν στην Αίγυπτο (1828) μελέτησε τις αιγυπτιακές αρχαιότητες και κατόπιν, ως μέλος επιστημονικής αποστολής στην Πελοπόννησο, τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”